αναδίκαση

αναδίκαση
η
επανάληψη, αναθεώρηση τής δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδικάζω — (Α ἀναδικάζω) (νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση τής πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”